ξεσκολίζω

ξεσκολίζω
αμετ.
1) бросать школу; 2) заканчивать школу

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξεσκολίζω" в других словарях:

  • ξεσκολίζω — και ξεσχολίζω 1. τελειώνω τη φοίτησή μου στο σχολείο 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξεσκολισμένος, η, ο (επιτιμητικά) πλήρως καταρτισμένος σε κάτι, πολύπειρος σε τεχνάσματα («είναι ξεσκολισμένος στις απάτες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σχολείο] …   Dictionary of Greek

  • ξεσκολίζω — ξεσκόλισα 1. αποφοιτώ από το σχολείο: Ξεσκόλισαν και τα δύο μου παιδιά. 2. η μτχ., ξεσκολισμένος, η, ο ο καταρτισμένος, ο πολύπειρος, ο πλήρης: Είναι ξεσκολισμένος σε εμπορικές δουλειές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεσκόλισμα — και ξεσχόλισμα, το [ξεσκολίζω] 1. η ολοκλήρωση τής σχολικής φοίτησης, η αποφοίτηση από το σχολείο 2. μτφ. (επιτιμητικά) απόκτηση μεγάλης πείρας, πλήρης κατάρτιση σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • ξεσκολνώ — ξεσκόλασα, τελειώνω το σχολείο, αποφοιτώ, βλ. ξεσκολίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»